οπισθοτέλεια

οπισθοτέλεια
ὀπισθοτέλεια, ἡ (Μ)
φόρος που δεν πληρώθηκε έγκαιρα, καθυστέρηση πληρωμής τέλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + -τέλεια (< -τελής < τέλος), πρβλ. νομο-τέλεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”